μύκος — μῡκος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μιαρός» … Dictionary of Greek
ταναίμυκος — ον, Α (για βοοειδή) αυτός που μουγκρίζει δυνατά («δέρμα ταναιμύκου... βοός», Ανθ. Παλ). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. ταναί μυκος < ταναός* «υψηλός» κατά τα συνθ. σε ταλαι , παλαι (πρβλ. ταλαί πωρος*) + μυκος (< μυκῶμαι «μουγγρίζω»), πρβλ. μεγά μυκος] … Dictionary of Greek
εύμυκος — εὔμυκος, ον (Α) αυτός που μυκάται, που μουγκρίζει δυνατά («εὐμήκων αὔλια βουκολίων», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μυκος (< μυκώμαι «μουγκρίζω»), πρβλ. ερί μυχος, μεγά μυκος] … Dictionary of Greek
μεγάμυκος — μεγάμυκος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) (ως επίθ. τού όνου) «μεγαλομυκητής», αυτός που μυκάται ηχηρά, δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + μυκος (< μυκῶμαι «μουγγρίζω»), πρβλ. εύ μυκος] … Dictionary of Greek
Mycorrhiza — This mycorrhiza includes a fungus in the genus Amanita A mycorrhiza (Gk. μυκός, mykós, fungus and ριζα, riza, roots ,[1] pl mycorrhizae, mycorrhizas) is a symbiotic (generally mutualistic … Wikipedia
Micosis — Se denomina micosis (del griego μυκος, hongo) a las infecciones sufridas en animales o vegetales provocadas por un hongo u otro organismo del reino Fungi. Las más frecuentes son: caspa, pie de atleta y tiña. Micosis superficiales Las micosis… … Wikipedia Español
Микоз — Mycosis МКБ 10 B35. B49. МКБ 9 110 … Википедия
ερίμυκος — ἐρίμυκος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που μουγκρίζει δυνατά («βοῶν ύπό πόσσ’ ἐριμύκων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + μυκος (< μυκώμαι «μουγκρίζω»)] … Dictionary of Greek
μυ — (I) το (Α μὺ και μῡ και ιων. τ. μῶ) (άκλιτο) ονομασία τού γράμματος μ. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Μ, μ (εγκυκλ.)]. (II) μὺ και μῡ, το (Α) 1. ασθενής ήχος που παράγεται με την ταχεία σύγκλειση τών χειλιών, μουρμούρισμα 2. μίμηση τού ήχου ανθρώπου που κλαίει… … Dictionary of Greek
μυνδός — μυνδός, όν και, κατά τον Ησύχ., μύνδος, ον (Α) 1. άφωνος, άλαλος, μουγγός 2. (κατά τον Ησύχ.) «μύνδος ἄφωνος... ἢ ἐνεός καὶ πόλις τῆς Ἀσίας Μύνδος». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μυκός] … Dictionary of Greek